εγγοβολιά — και φεγγοβολία, η, Ν ακτινοβολία, λάμψη («ρίχνει τ αστέρι τού Καιρού χλομή φεγγοβολιά», Παλαμ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγοβόλος. Ο τ. φεγγοβολιά μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
αντιφέγγισμα — το ανταύγεια, φεγγοβολιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντιφεγγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ιάκωβο Πολυλά] … Dictionary of Greek
εγγοβόλημα — το, Ν φεγγοβολιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Α. Μωραϊτίδη] … Dictionary of Greek
περίλαμψις — άμψεως, ἡ, ΜΑ [περιλάμπω] το να λάμπει κάποιος ή κάτι γύρω γύρω, ακτινοβολία, φεγγοβολιά … Dictionary of Greek
σέλας — αος, το, ΝΜΑ, γεν. και ατος, πληθ. σέλα, άων, Α (ιδίως για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη λάμψη, ακτινοβολία, φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου σέλας», Αισχύλ.) νεοελλ. (μετεωρ. αστρον. γεωφ.) 1. οπτικό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, ορατό κυρίως στις βόρειες ή… … Dictionary of Greek
σελασφορία — ἡ, Μ [σελασφόρος] λάμψη, φεγγοβολιά … Dictionary of Greek
φεγγοβολή — η, Ν φεγγοβολιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ελισαβέτιο Μαρτινέγκο] … Dictionary of Greek
αστροφεγγιά — η φεγγοβολιά των άστρων, όταν η νύχτα είναι ανέφελη και ασέληνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σέλας — το 1. ακτινοβόλο φως, φεγγοβολιά. 2. «Βόρειο σέλας», κοκκινωπό ή λευκοκίτρινο φως στον ουράνιο θόλο πάνω από το βόρειο πόλο, που είναι αποτέλεσμα του μαγνητισμού της Γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεγγοβολή — η βλ. φεγγοβολιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)